Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική
Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μες στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς
Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μες στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μες απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...
μόνος, στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική
Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μες στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς
Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μες στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μες απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...
inviata da Gian Piero Testa - 29/8/2014 - 00:40
Lingua: Italiano
Versione italiana di Gian Piero Testa
IL MONOGRAMMA
Sempre porterò il lutto - mi senti ? - per te
tutto solo, in Paradiso
Devierà altrove le linee
Del palmo, il Destino, come un manovratore
A un certo punto lo consentirà il Tempo
Se non così come, gli uomini si amano infatti
Metterà in scena il cielo le nostre viscere
E colpirà l'innocenza il mondo
Col rigore del nero della morte
ΙΙ.
Porto il lutto per il sole e porto il lutto per gli anni che arrivano
Senza di noi e canto gli altri quelli che sono passati
Se sono verità
I corpi complici e quel sommesso toccarsi delle barche
Le chitarre che baluginarono al di sotto dell'acqua
I "credimi" e i "non"
Un po' nella musica e un po' nel vento
Le due bestiole, le nostre mani
Che di nascosto cercavano di salire l'una sull'altra
Il vaso imperlato di rugiada nei portoni aperti dei cortili
E le schegge dei mari che ci giungevano ricomposte
Sopra, dai muretti a secco, dietro, dalle recinzioni
L'anemone che prese posto nella tua mano
E per tre volte vibrò il suo violetto per tre giorni sopra
le cascate
Se queste sono verità, io canto
La trave di legno e il tappeto quadrato
Sul muro con la Sirena dalle chiome scomposte
Il gatto che nel buio ci stette a guardare
Un ragazzo con l'incenso e la croce cremisi
Quando scende la sera sull'inaccessibilità degli scogli
Porto il lutto per la veste che sfiorai e venne a me il mondo
ΙΙΙ.
Così parlo di te e di me
Poiché ti amo e nell'amore so
Entrare come un Plenilunio
Da ogni dove, per il tuo piedino dentro le immense
lenzuola
A sfogliare gelsomini e ho il potere
Di soffiare su te dormiente e di sospingerti
Per luminosi passaggi e segreti portici marini
Alberi ipnotizzati dentro l'argento delle ragnatele
Hanno di te le onde udito
Come accarezzi come baci
Come sussurrando dici il "cosa" e l' "eh"
Tutto intorno al collo al golfo
Noi sempre la luce e l'ombra
Tu sempre la stellina e io sempre il bruno scafo
Tu sempre il porto e fanale di dritta io
Il molo bagnato e il brillio sopra i remi
Lassù nella casa coi tralci della vite
Con le rose legate e l'acqua che si raffredda
Tu sempre la statua di pietra e io l'ombra che si allunga
Tu la persiana socchiusa e io il vento che la spalanca
Perché ti amo e ti amo
Tu sempre la moneta e io la venerazione che
Dice quanto vale:
Tanto per la notte, tanto per il grido nel vento
Tanto per la goccia nell'aria, tanto per il silenzio
Tutto intorno il dominio del mare
Una cupola il cielo con le stelle
Tanto per il tuo lentissimo respiro
Poiché ormai altro più non ho
Tra le quattro mura, il soffitto, il pavimento
Da gridare per te e mi colpisce la mia voce allora
Da profumare di te e si infuria la gente allora
Perché l'estraneo e l'inesplorato
Non lo sopporta l'uomo e non è tempo ancora, mi senti
Non è tempo ancora tra questa gente, amore mio
DI PARLARE DI TE E DI ME
ΙV.
Non è tempo ancora tra questa gente, mi senti
Non sono i mostri domati ancora, mi senti
Il mio sangue perduto e il coltello, mi senti
Acuminato
Come un ariete che corre nei cieli
E fa a pezzi i rami delle stelle, mi senti
Sono io, mi senti
Ti amo, mi senti
Ti tengo la mano, ti porto e ti faccio indossare
La bianca veste nuziale di Ofelia, mi senti
Dove mi lasci, dove vai, e chi, mi senti
Ti tiene per la mano sopra i cataclismi
Le gigantesche liane e le lave dei vulcani
Verrà il giorno, mi senti
Che ci seppelliranno e il lungo ordine d'anni che poi verrà
Ci ridurrà a fossili lucenti, mi senti
Che vi splenda sopra l'insensibilità, mi senti
Degli uomini
E che ci scagli in migliaia di frammenti
Nelle acque a uno a uno, mi senti
Conto i miei tristi ciottoli, mi senti
E il tempo è una grande chiesa, mi senti
Dove talora le icone dei Santi
Versano lacrime vere, mi senti
Le campane aprono lassù, mi senti
Un varco profondo perché io vi passi
Gli Angeli aspettano con ceri e salmi funebri
Ma in nessun luogo io vado, mi senti
O nessuno o tutti e due insieme, mi senti
Questo fiore della tempesta, mi senti
E dell'amore
Una volta per tutte l'abbiamo colto
E non è dato che rifiorisca in altro modo, mi senti
In altra terra, su altra stella, mi senti
Non c'è più quella zolla non c'è più quell'aria
Cui ci accostammo noi, mi senti
E nessun giardiniere ebbe mai la buona sorte
Da tanto inverno e da tante boree, mi senti
Di scrollare un fiore, solo noi, mi senti
In mezzo al mare
Da una sola volontà d'amore
Facemmo emergere un'isola tutta intera, mi senti
Con grotte promontori e dirupi fioriti
senti, senti
Chi parla alle acque, chi piange - senti ?
Chi cerca l'altro, chi grida -
senti ?
Sono io che grido e sono io che piango, mi senti
Ti amo, ti amo, mi senti
V.
Di te ho parlato nei tempi andati
Con balie sagge e ribelli veterani
Com'è che hai la tristezza della fiera
Il riflesso dell'acqua increspata sulla fronte
E perché mai accadrebbe che io ti venga accanto
Io che non voglio amore ma voglio il vento
Ma voglio il galoppo del mare spazzato che s'impenna
E di te nessuno aveva mai udito
Di te non il dittamo non il fungo
Sulle terre alte di Creta nulla
Di te solo che Dio accettò di guidarmi la mano
Più in qua più in là cautamente tutto intorno
Alla riviera del tuo volto, ai golfi, alle chiome
Che in cima al colle* ondeggiano a sinistra
Al tuo corpo in posa di pino solitario
Occhi della fierezza e della trasparenza
Dei fondali, dentro la casa con la vecchia credenza
I merletti gialli e il legno di cipresso
Solo, ad aspettare dove prima saresti apparsa
Sopra nella soffitta o dietro sulle lastre del cortile
Col cavallo del Santo e l'uovo della Resurrezione
Come da un affresco sbriciolato
Grande quanto ti volle la tua piccola vita
Da accogliere nella candelina lo stentoreo bagliore dei vulcani
Che nessuno abbia visto e abbia udito
Nulla le case diroccate nei deserti
Né l'avo nella tomba sull'orlo del cortile
Di te, nemmeno la vecchia con tutte le sue erbe
Di te io solo, forse, e la musica che mi ricaccio dentro
Ma più potente essa mi ritorna
Di te il petto di dodicenne non formato
Ritorto al cratere rosso del futuro
Di te il profumo amaro come uno spillone
Che fruga dentro il corpo e perfora la memoria
Ed ecco il suolo, ecco i colombi ecco la nostra terra antica
VI.
Molte cose ho veduto e da dentro questa mente mia più bella la terra appare
Più bello tra i vapori dorati
Lo scoglio affilato, più bello
Degli istmi il bruno e i tetti dentro l'onda
Più belli i raggi che passi senza posare il piede
Invitta come la dea di Samotracia sui monti sorgenti
dal mare
Così ti guardai che mi basta
Perché il tempo tutto sia scagionato
Perché dentro la scia che il tuo passaggio lascia
L'anima mia ti segua, delfino principiante
A giocare col bianco e il blu !
Nike, vittoria dove sono stato vinto
Prima dell'amore e poi insieme
Va' alla passiflora va' a ricamare rose di seta**
e non importa se mi sarò perso
Solo, e che importa se il sole cui dai la mano
sia un bambino appena nato
Solo ! e sia pur io la patria in lutto
E una foglia di lauro sappia darti la parola che inviai
Solo ! il vento impetuoso e solo , la sfera perfetta
Del ciottolo nel batter di ciglia del fondo tenebroso
Il pescatore che trasse fuori e nel tempo indietro ributtò il Paradiso!
VII.
Sul Paradiso ho segnato un'isola
Identica a te e una casa presso il mare
Con un letto grande e una porta piccola
Ho mandato un'eco giù nel profondo
Per guardarmi ogni mattina al mio risveglio
E VEDERTI PER META' TRAVERSARE L'ACQUA
E PER META' PIANGERTI DENTRO IL PARADISO...
Sempre porterò il lutto - mi senti ? - per te
tutto solo, in Paradiso
Devierà altrove le linee
Del palmo, il Destino, come un manovratore
A un certo punto lo consentirà il Tempo
Se non così come, gli uomini si amano infatti
Metterà in scena il cielo le nostre viscere
E colpirà l'innocenza il mondo
Col rigore del nero della morte
ΙΙ.
Porto il lutto per il sole e porto il lutto per gli anni che arrivano
Senza di noi e canto gli altri quelli che sono passati
Se sono verità
I corpi complici e quel sommesso toccarsi delle barche
Le chitarre che baluginarono al di sotto dell'acqua
I "credimi" e i "non"
Un po' nella musica e un po' nel vento
Le due bestiole, le nostre mani
Che di nascosto cercavano di salire l'una sull'altra
Il vaso imperlato di rugiada nei portoni aperti dei cortili
E le schegge dei mari che ci giungevano ricomposte
Sopra, dai muretti a secco, dietro, dalle recinzioni
L'anemone che prese posto nella tua mano
E per tre volte vibrò il suo violetto per tre giorni sopra
le cascate
Se queste sono verità, io canto
La trave di legno e il tappeto quadrato
Sul muro con la Sirena dalle chiome scomposte
Il gatto che nel buio ci stette a guardare
Un ragazzo con l'incenso e la croce cremisi
Quando scende la sera sull'inaccessibilità degli scogli
Porto il lutto per la veste che sfiorai e venne a me il mondo
ΙΙΙ.
Così parlo di te e di me
Poiché ti amo e nell'amore so
Entrare come un Plenilunio
Da ogni dove, per il tuo piedino dentro le immense
lenzuola
A sfogliare gelsomini e ho il potere
Di soffiare su te dormiente e di sospingerti
Per luminosi passaggi e segreti portici marini
Alberi ipnotizzati dentro l'argento delle ragnatele
Hanno di te le onde udito
Come accarezzi come baci
Come sussurrando dici il "cosa" e l' "eh"
Tutto intorno al collo al golfo
Noi sempre la luce e l'ombra
Tu sempre la stellina e io sempre il bruno scafo
Tu sempre il porto e fanale di dritta io
Il molo bagnato e il brillio sopra i remi
Lassù nella casa coi tralci della vite
Con le rose legate e l'acqua che si raffredda
Tu sempre la statua di pietra e io l'ombra che si allunga
Tu la persiana socchiusa e io il vento che la spalanca
Perché ti amo e ti amo
Tu sempre la moneta e io la venerazione che
Dice quanto vale:
Tanto per la notte, tanto per il grido nel vento
Tanto per la goccia nell'aria, tanto per il silenzio
Tutto intorno il dominio del mare
Una cupola il cielo con le stelle
Tanto per il tuo lentissimo respiro
Poiché ormai altro più non ho
Tra le quattro mura, il soffitto, il pavimento
Da gridare per te e mi colpisce la mia voce allora
Da profumare di te e si infuria la gente allora
Perché l'estraneo e l'inesplorato
Non lo sopporta l'uomo e non è tempo ancora, mi senti
Non è tempo ancora tra questa gente, amore mio
DI PARLARE DI TE E DI ME
ΙV.
Non è tempo ancora tra questa gente, mi senti
Non sono i mostri domati ancora, mi senti
Il mio sangue perduto e il coltello, mi senti
Acuminato
Come un ariete che corre nei cieli
E fa a pezzi i rami delle stelle, mi senti
Sono io, mi senti
Ti amo, mi senti
Ti tengo la mano, ti porto e ti faccio indossare
La bianca veste nuziale di Ofelia, mi senti
Dove mi lasci, dove vai, e chi, mi senti
Ti tiene per la mano sopra i cataclismi
Le gigantesche liane e le lave dei vulcani
Verrà il giorno, mi senti
Che ci seppelliranno e il lungo ordine d'anni che poi verrà
Ci ridurrà a fossili lucenti, mi senti
Che vi splenda sopra l'insensibilità, mi senti
Degli uomini
E che ci scagli in migliaia di frammenti
Nelle acque a uno a uno, mi senti
Conto i miei tristi ciottoli, mi senti
E il tempo è una grande chiesa, mi senti
Dove talora le icone dei Santi
Versano lacrime vere, mi senti
Le campane aprono lassù, mi senti
Un varco profondo perché io vi passi
Gli Angeli aspettano con ceri e salmi funebri
Ma in nessun luogo io vado, mi senti
O nessuno o tutti e due insieme, mi senti
Questo fiore della tempesta, mi senti
E dell'amore
Una volta per tutte l'abbiamo colto
E non è dato che rifiorisca in altro modo, mi senti
In altra terra, su altra stella, mi senti
Non c'è più quella zolla non c'è più quell'aria
Cui ci accostammo noi, mi senti
E nessun giardiniere ebbe mai la buona sorte
Da tanto inverno e da tante boree, mi senti
Di scrollare un fiore, solo noi, mi senti
In mezzo al mare
Da una sola volontà d'amore
Facemmo emergere un'isola tutta intera, mi senti
Con grotte promontori e dirupi fioriti
senti, senti
Chi parla alle acque, chi piange - senti ?
Chi cerca l'altro, chi grida -
senti ?
Sono io che grido e sono io che piango, mi senti
Ti amo, ti amo, mi senti
V.
Di te ho parlato nei tempi andati
Con balie sagge e ribelli veterani
Com'è che hai la tristezza della fiera
Il riflesso dell'acqua increspata sulla fronte
E perché mai accadrebbe che io ti venga accanto
Io che non voglio amore ma voglio il vento
Ma voglio il galoppo del mare spazzato che s'impenna
E di te nessuno aveva mai udito
Di te non il dittamo non il fungo
Sulle terre alte di Creta nulla
Di te solo che Dio accettò di guidarmi la mano
Più in qua più in là cautamente tutto intorno
Alla riviera del tuo volto, ai golfi, alle chiome
Che in cima al colle* ondeggiano a sinistra
Al tuo corpo in posa di pino solitario
Occhi della fierezza e della trasparenza
Dei fondali, dentro la casa con la vecchia credenza
I merletti gialli e il legno di cipresso
Solo, ad aspettare dove prima saresti apparsa
Sopra nella soffitta o dietro sulle lastre del cortile
Col cavallo del Santo e l'uovo della Resurrezione
Come da un affresco sbriciolato
Grande quanto ti volle la tua piccola vita
Da accogliere nella candelina lo stentoreo bagliore dei vulcani
Che nessuno abbia visto e abbia udito
Nulla le case diroccate nei deserti
Né l'avo nella tomba sull'orlo del cortile
Di te, nemmeno la vecchia con tutte le sue erbe
Di te io solo, forse, e la musica che mi ricaccio dentro
Ma più potente essa mi ritorna
Di te il petto di dodicenne non formato
Ritorto al cratere rosso del futuro
Di te il profumo amaro come uno spillone
Che fruga dentro il corpo e perfora la memoria
Ed ecco il suolo, ecco i colombi ecco la nostra terra antica
VI.
Molte cose ho veduto e da dentro questa mente mia più bella la terra appare
Più bello tra i vapori dorati
Lo scoglio affilato, più bello
Degli istmi il bruno e i tetti dentro l'onda
Più belli i raggi che passi senza posare il piede
Invitta come la dea di Samotracia sui monti sorgenti
dal mare
Così ti guardai che mi basta
Perché il tempo tutto sia scagionato
Perché dentro la scia che il tuo passaggio lascia
L'anima mia ti segua, delfino principiante
A giocare col bianco e il blu !
Nike, vittoria dove sono stato vinto
Prima dell'amore e poi insieme
Va' alla passiflora va' a ricamare rose di seta**
e non importa se mi sarò perso
Solo, e che importa se il sole cui dai la mano
sia un bambino appena nato
Solo ! e sia pur io la patria in lutto
E una foglia di lauro sappia darti la parola che inviai
Solo ! il vento impetuoso e solo , la sfera perfetta
Del ciottolo nel batter di ciglia del fondo tenebroso
Il pescatore che trasse fuori e nel tempo indietro ributtò il Paradiso!
VII.
Sul Paradiso ho segnato un'isola
Identica a te e una casa presso il mare
Con un letto grande e una porta piccola
Ho mandato un'eco giù nel profondo
Per guardarmi ogni mattina al mio risveglio
E VEDERTI PER META' TRAVERSARE L'ACQUA
E PER META' PIANGERTI DENTRO IL PARADISO...
ΝΟΤΕ
* Così alla lettera, secondo il significato corrente di λòφος. Se però Elytis avesse ripreso un significato arcaico della stessa parola (Omero, Od.; Alceo), essa potrebbe valere: "sommità del capo", e si adatterebbe meglio al contesto.
** Grazie a Michalis A. per avermi sciolto il mistero di questa parola. Altri traduce: "mimosa".
* Così alla lettera, secondo il significato corrente di λòφος. Se però Elytis avesse ripreso un significato arcaico della stessa parola (Omero, Od.; Alceo), essa potrebbe valere: "sommità del capo", e si adatterebbe meglio al contesto.
** Grazie a Michalis A. per avermi sciolto il mistero di questa parola. Altri traduce: "mimosa".
inviata da Gian Piero Testa - 29/8/2014 - 00:43
×
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης, 1971 - 1972
Μουσική: Μίκης Θεοδώρακης
Απαγγέλουν: Μίκης Θεοδωράκης και Ιουλίτα Ηλιοπούλου
2004
To Monògramma
Testo di Odysseas Elytis , 1971 - 1972
Musica di Mikis Theodorakis
Voci recitanti: Mikis Theodorakis e Ioulita Iliopoùlou
2004
Mi vorrei festeggiare, bussando sommessamente al nostro sito perché vi sia accolto un EXTRA. Da alcuni anni mando traduzioni italiane di testi al sito greco www.stixoi.info. Fino a stasera ne ho mandate 1342: a dire la verità 1341, perché una è... di Riccardo Venturi, della quale mi sono appropriato fingendo di avergli chiesto e ottenuto il permesso. Ma era l'ultima di un intero disco di Katerina Gogou, e non vedevo perché, per completezza, dovessi fare io una traduzione, disponendo già di quella di Riccardo.
Nel sito c'è un contatore, che rivela il numero di passaggi che una canzone o una traduzione ha attirato su di sé. Le mie traduzioni più fortunate hanno 1000, qualcuna forse 2000 passaggi. La maggior parte è compresa tra le 10 e le 500 letture. Ma ce n'è una che spicca su tutte, senza che io sia mai riuscito a capire il vero perché di tanto, chiamiamolo così, successo. Pochi giorni fa ho rilevato che la relativa pagina è stata aperta ben 8000 volte, ed è per questo che mi vorrei festeggiare.
Si tratta di una lunga poesia di Odisseo Elytis, dal titolo "Monogramma". Poesia difficile, di cui è stato impensabile rispettare la complicata struttura, perché Elytis, come un antico trovatore, si poneva ardui ostacoli metrici per sfidarsi a dire tutto ciò che voleva dire, destreggiandosi tra le difficoltà che preventivamente si imponeva. La poesia parla di un amore impossibile, in quanto vietato dalle convenzioni.
Un eros inammissibile, perché riversato su un soggetto, parrebbe, troppo giovane per le regole del mondo.
Elytis era convinto che l'umanità disponga di tutte le chiavi del Paradiso qui ed ora, purché gli umani possano vivere integralmente la propria natura, che si dovrebbe comporre inscindibilmente di spirito e di sensi. La proibizione sociale e pretesca dei sensi ci vieta il paradiso che ci spetterebbe, e che coinciderebbe con l'autentica vita. Senza questa vita, c'è la morte e il conseguente lutto. Forse è questa la chiave per penetrare nella sua lirica, che, prendendo atto del divieto sociale, il poeta avrebbe voluto intitolare con un monogramma del nome di lei, ma che alla fine si rassegnò a chiamare semplicemente "Monogramma".
La poesia è solo letta, a due voci, da Mikis Theodorakis e da Iulita Iliopulu, poetessa, che fu l'ultima, giovanissima compagna del poeta. Theodorakis compose un Adagio per accompagnarne la lettura.
Io ne ho fatto, molto faticosamente, la traduzione. E solo dio sa perché questa guerra tra l'uomo e i preti attiri tanto l'attenzione dei lettori. Ma di certo, lui - e chi se non lui - lo sa. (gpt)