Στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι' απάτητα)
Dimitris Gongos [Bajaderas] / Δημήτρης Γκόγκος [Μπαγιαντέρας]Langue: grec moderne
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ' τα βουνά μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε. (δις)
Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου. (δις)
Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη κλάψεις, μη πονέσεις,
τη νίκη να 'χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε. (δις)
Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου. (δις)
Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη κλάψεις, μη πονέσεις,
τη νίκη να 'χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».
envoyé par Riccardo Venturi - 13/8/2006 - 12:18
Langue: italien
Versione italiana di Riccardo Venturi
13 agosto 2006
13 agosto 2006
SUI MONTI DEL PINDO (SUI MONTI ALTI E INACCESSIBILI)
“Ti mando i miei saluti dai monti, mammina,
sono di guardia, sul più alto crinale.
Passiamo, mammina, monti alti e inaccessibili:
la Némerska, il Pindo, la Mòrova e ovunque vinciamo (bis).
Non piangere, dolce mammina, ché sono andato così lontano da te,
presto vinceremo e ritornerò accanto a te. (bis)
E se non torno, mamma, non piangere e non ti disperare,
prendi la vittoria come una gioia e non ti vestire a lutto”.
“Ti mando i miei saluti dai monti, mammina,
sono di guardia, sul più alto crinale.
Passiamo, mammina, monti alti e inaccessibili:
la Némerska, il Pindo, la Mòrova e ovunque vinciamo (bis).
Non piangere, dolce mammina, ché sono andato così lontano da te,
presto vinceremo e ritornerò accanto a te. (bis)
E se non torno, mamma, non piangere e non ti disperare,
prendi la vittoria come una gioia e non ti vestire a lutto”.
Αγαπητέ(ή) άγνωστε(η) της παρούσας καταχώρησης:
Εντελώς τυχαία βρέθηκα στην παρούσα σελίδα και είδα το κείμενο
αυτό στα ελληνικά. Το αναγνώρισα αμέσως αφού "κατά σύμπτωση" συμβαίνει να είναι ...δικό μου! 100 % ΔΙΚΟ ΜΟΥ !!! Χωρίς όμως το όνομά μου, χωρίς μια υποσημείωση για το όνομα της πηγής που προέρχεται !!! Κρίμα, γιατί ενέργειες του είδους αυτού είναι το λιγότερο αντιδεοντολογικές.
Λοιπόν, ονομάζομαι Σάκης Πάπιστας και είμαι ο συγγραφέας του βιβλίου "ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940-1949", εκδόσεων Κυριακίδη, όπου και υπάρχει ατόφιο το παρόν κείμενο, ως μέρος φυσικά του συνολικού περιεχομένου του εκ 1030 σελίδων βιβλίο μου.
Το κείμενο που αντιγράψατε (και παραλείψατε "ελαφρά τη καρδία" να αναφέρετε την πηγή και τον συγγραφέα) είναι δημοσιευμένο σε πρωτόλοια μορφή στο site www.rembetiko.gr από το φθινόπωρο του 2004.
Παρακαλώ πολύ, για λόγους δεοντολογίας, δικαιοσύνης και τάξεως, να προβείτε άμεσα στην "επιδιόρθωση" και αποκατάσταση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Γράψτε την ΠΗΓΗ αυτού του κειμένου (δηλ. τον παραπάνω τίτλο
του βιβλίου μου) και το όνομα του πραγματικού ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (δηλ. το δικό μου).
Σας ευχαριστώ και θα επανέλθω σύντομα στη σελίδα σας για να
διαπιστώσω την αποκατάσταση των πραγμάτων.
Σ.Π.
(ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΙΣΤΑΣ)
Εντελώς τυχαία βρέθηκα στην παρούσα σελίδα και είδα το κείμενο
αυτό στα ελληνικά. Το αναγνώρισα αμέσως αφού "κατά σύμπτωση" συμβαίνει να είναι ...δικό μου! 100 % ΔΙΚΟ ΜΟΥ !!! Χωρίς όμως το όνομά μου, χωρίς μια υποσημείωση για το όνομα της πηγής που προέρχεται !!! Κρίμα, γιατί ενέργειες του είδους αυτού είναι το λιγότερο αντιδεοντολογικές.
Λοιπόν, ονομάζομαι Σάκης Πάπιστας και είμαι ο συγγραφέας του βιβλίου "ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940-1949", εκδόσεων Κυριακίδη, όπου και υπάρχει ατόφιο το παρόν κείμενο, ως μέρος φυσικά του συνολικού περιεχομένου του εκ 1030 σελίδων βιβλίο μου.
Το κείμενο που αντιγράψατε (και παραλείψατε "ελαφρά τη καρδία" να αναφέρετε την πηγή και τον συγγραφέα) είναι δημοσιευμένο σε πρωτόλοια μορφή στο site www.rembetiko.gr από το φθινόπωρο του 2004.
Παρακαλώ πολύ, για λόγους δεοντολογίας, δικαιοσύνης και τάξεως, να προβείτε άμεσα στην "επιδιόρθωση" και αποκατάσταση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Γράψτε την ΠΗΓΗ αυτού του κειμένου (δηλ. τον παραπάνω τίτλο
του βιβλίου μου) και το όνομα του πραγματικού ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (δηλ. το δικό μου).
Σας ευχαριστώ και θα επανέλθω σύντομα στη σελίδα σας για να
διαπιστώσω την αποκατάσταση των πραγμάτων.
Σ.Π.
(ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΙΣΤΑΣ)
Nel suo messaggio in lingua greca il sig. Sakis Papistas si lamenta -a ragione- con noi per non aver citato la fonte delle informazioni contenute nell'introduzione (e riportate in lingua originale) e del testo della canzone, vale a dire la pagina di sua legittima proprietà. Ce ne scusiamo vivamente con il sig. Papistas e rimediamo immediatamente riportando le informazioni complete nell'introduzione. [RV]
In his message in Greek, mr Sakis Papistas complains with us -in his good right- as we haven't mentioned the source of the information given in the introduction (in the original language) and of the song lyrics. We apologize with mr Papistas and try to remedy by restoring the complete source in the introduction [RV]
In his message in Greek, mr Sakis Papistas complains with us -in his good right- as we haven't mentioned the source of the information given in the introduction (in the original language) and of the song lyrics. We apologize with mr Papistas and try to remedy by restoring the complete source in the introduction [RV]
×
Testo e musica di Dimitris Gongos (Bajaderas)
Disco VICTOR 2681180A
The following information in the Greek language and the original lyrics of the song are reproduced from the page rembetiko.gr, based on Sakis Papistas' book ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940-1949 (Kyriakidis Publishing House). We apologize with mr Papistas for not having quoted the exact source.
Το τραγούδι, ένα ωραίο ζεϊμπέκικο, κυκλοφόρησε γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 και είναι στην άλλη όψη του δίσκου του προηγούμενου τραγουδιού. Στο δίσκο των 78 στροφών (γραμμοφώνου), το πρώτο δίστιχο παραλήφθηκε (άγνωστο γιατί) και δεν ηχογραφήθηκε. Με το τραγούδι αυτό ο Μπαγιαντέρας καταγράφει λιτά τα σκληρά γεγονότα του χειμώνα του 1940, από το μέτωπο του πολέμου. Τα ελληνικά στρατεύματα, ύστερα από πολυαίμακτες και πολύνεκρες μάχες στην Πίνδο, προωθούνται στον ορεινό όγκο της Μόροβας και στις κορυφογραμμές της Νεμέρσκας. Ο Έλληνας πολεμιστής προσπαθεί να παρηγορήσει τη μάνα του για τον αναγκαστικό αποχωρισμό τους και τη νουθετεί να «δεχτεί» με καρτερικότητα τον πιθανό σκοτωμό του, σ' αντάλλαγμα χαράς για τη νίκη της Ελλάδας.
Πληροφορείται από κομματικές πηγές του ΚΚΕ το επικείμενο ξεκίνημα του αντάρτικου αγώνα, κατά των κατακτητών και ετοιμάζεται να υπηρετήσει την Αντίσταση από το δικό του μετερίζι, με το μόνο μέσο που διαθέτει ως λαϊκός δημιουργός, το μπουζούκι και το αδούλωτο πνεύμα του, με τους στίχους και το θεματικό του τραγούδι.
Και ξαφνικά, μέσα σ' αυτό το σκοτάδι, αστράφτουν οι πρώτες ντουφεκιές της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Μπαγιαντέρας, σκεφτόμενος τα παλικάρια που σκοτώνονται αγωνιζόμενα τον εχθρό, που θυσιάζουν τη ζωή τους για τη λευτεριά, αποφασίζει να βοηθήσει τον αγώνα με το τραγούδι του. Θέλει να δώσει κουράγιο στους πατριώτες αγωνιστές, να τους ενθαρρύνει και να υμνήσει την ελευθερία που είναι πολυτιμότερη κι απ' το φως των ματιών του, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Έτσι, ξαναρχίζει να αγωνίζεται, να παλεύει σε μια άλλη παλαίστρα αυτή τη φορά και από τραγουδιστής του έρωτα και των συνοικισμών του Πειραιά γίνεται τώρα ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης.
Βίωσε από τα παιδικά του χρόνια τους αγώνες της εργατικής τάξης και με την έναρξη της Κατοχής ασχολείται πλέον συστηματικά με τη δημιουργία αντιστασιακών ρεμπέτικων τραγουδιών.
Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο και οφείλεται αφενός μεν στην καταστροφική εξέλιξη της υγείας του και αφετέρου σ' ένα πλέγμα συναισθημάτων απόγνωσης, μίσους και απέχθειας προς τους κατακτητές που καταπάτησαν τη χώρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό τον οδήγησαν σε ακραίες αντιδράσεις και συμπεριφορές.
Τα αντιστασιακά τραγούδια που γράφει, μαζί με άλλα αντάρτικα και επαναστατικά τραγούδια της εποχής εκείνης, δεν διστάζει να τα παίζει και να τα τραγουδάει άφοβα σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, περιφερόμενος σε καφενεία και γνωστά στέκια του Πειραιά, των λαϊκών συνοικισμών, ακόμα και της Αθήνας, κάτω από το ρουθούνι των Γερμανών και των ελεεινών συνεργατών τους, με άμεσο κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Γερμανοί και αλητο-Ταγματασφαλίτες τον τσακώνουν (ίσως μετά από «κάρφωμα») να τραγουδάει αντάρτικα, τον συλλαμβάνουν και τον κακοποιούν βάναυσα. Πάλι καλά που δεν τον σκότωσαν!
Ο Μητσάρας όμως το «χαβά» του. Ήταν παντελώς άφοβος!
Τα αντιστασιακά τραγούδια του Μπαγιαντέρα, που έχουν ρεμπέτικο ύφος, δηλώνουν μια κίνηση από την πόλη προς το βουνό, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τα παλικάρια να πιάσουν τα βουνά και να σμίξουν με τους άλλους πατριώτες αγωνιστές, για να βοηθήσουν έμπρακτα την Αντίσταση για τη λευτεριά.
Το ελληνικό βουνό είναι ένας χώρος με μεγάλη αγωνιστική παράδοση, από τον καιρό ακόμα της Τουρκοκρατίας. Οι κορυφές των βουνών, οι πλαγιές και τα φαράγγια τους είναι διάσπαρτα με τα κόκαλα των αγωνιστών που σκοτώθηκαν πολεμώντας για τη λευτεριά. Και, βέβαια, πάνω εκεί στο βουνό, είναι σχεδόν ανύπαρκτη η παρουσία των δυνάμεων του κατακτητή. Αντίθετα, η πόλη είναι η έδρα της κατοχικής διοίκησης, της συγκέντρωσης των εχθρικών δυνάμεων και της εχθρικής εξουσίας. Στην πόλη τα δεινά της μαύρης Κατοχής είναι πολύ πιο έντονα και ο άνθρωπος κινείται δύσκολα κάτω από το άγρυπνο μάτι του εχθρού, ακόμα και τη νύχτα -που έτσι κι' αλλιώς η κίνηση είναι απαγορευμένη και επιτηρείται από πυκνές γερμανικές περιπολίες. Ο αγωνιστής στην πόλη δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από την παρακολούθηση και ν' απoφύγει τη σύλληψη. Εξ' άλλου, η πόλη δεν παράγει τρόφιμα και αφού τα υπάρχοντα αποθέματα γρήγορα εξαντλήθηκαν τις πρώτες μέρες, είναι συνεπώς ο τόπος της μεγάλης πείνας, του φρικτού θανάτου από την ασιτία. Και επί πλέον, από την πόλη εκπορεύονται και οι διαταγές των κατακτητών, που σημαίνουν συλλήψεις, ανακρίσεις, φυλακίσεις, απάνθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις με το παραμικρό.
Αντίθετα, τα βουνά παρέχουν κρυψώνες, είναι δύσβατα, παρέχουν αέρα και μεγάλες νησίδες λευτεριάς, που επεκτείνονται συνεχώς με την αύξηση της αντιστασιακής δύναμης και της εγκαθίδρυσης της λαϊκής εξουσίας.
Για τον λαϊκό δημιουργό Μπαγιαντέρα, η πόλη είναι ο χώρος της κατοχικής νύχτας, όπου δεν ανάβει κανένα κερί και κανένα φως για να λιγοστέψει τα πυκνά σκοτάδια.
Απ' τα βουνά όμως ξεπετάγεται μια σπίθα αισιοδοξίας, μια ανάσα ζωής, μια ελπίδα φωτός για τους σκλαβωμένους Έλληνες, ανάβει ένα καντήλι παρηγοριάς. Αυτή η μικρή αναλαμπή φωτός και η μυρωδιά του φρέσκου αέρα της πολυπόθητης λευτεριάς που εκπέμπεται απ' τα βουνά, προσελκύει τους Έλληνες πατριώτες και αυξάνει τη δύναμη της Εθνικής Αντίστασης. Το βλέμμα των πατριωτών ξεφεύγει από τη χαμηλή οπτική γωνία και τον περιορισμένο οπτικό ορίζοντα της πόλης και της σκλαβιάς, υψώνεται προς τα πάνω, ατενίζει προς την κατεύθυνση του βουνού και αναζητά το όραμα της ελευθερίας. Η ψυχή γεμίζει αισιοδοξία, η σκέψη πετά στα ασκλάβωτα βουνά, η πορεία του βλέμματος ακολουθείται από την πορεία του ίδιου του κορμιού, ζώνεται νοερά τ' άρματα και τραβάει γραμμή για το βουνό. Στις βουνοκορφές απάνω, ο νέος αγωνιστής σμίγει με τους λεύτερους συντρόφους και συναγωνιστές, αποκτά αξιοπρέπεια όπως κι' αυτοί, ζωντανεύει η αδούλωτη και παλικαρίσια ελληνική ψυχή του και ορκίζεται να επιτελέσει το καθήκον του, να θυσιαστεί στο βωμό της απελευθέρωσης της πατρίδας.
Τα τραγούδια του Μπαγιαντέρα, με θέμα το Αντάρτικο, κοσμούνται ανελλιπώς με τις λέξεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Άρης (Βελουχιώτης) -τα συνθήματα της Αντίστασης-, συμβαδίζοντας απόλυτα με τα αντίστοιχα των τοίχων της Κατοχής, που τα έγραφαν με κίνδυνο τη ζωή τους οι ηρωικοί αγωνιστές της πόλης.
Ο Παναγιώτης Κουνάδης, στο βιβλίο του «Γειά σου περήφανη και αθάνατη εργατιά», γράφει: «Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, αν και τυφλώθηκε το 1941, δεν έχασε το θάρρος του και έγραψε πολλά τραγούδια με αντιστασιακό περιεχόμενο, σε ρεμπέτικο ύφος. Το 1966 μας τραγούδησε, για πρώτη φορά, έξι από αυτά, τα οποία, το 1974, ηχογραφήσαμε τραγουδισμένα από τον ίδιο».
Αναμφίβολα, κυρίαρχες μορφές λαϊκών δημιουργών, της περιόδου 1941 - 1944, είναι ο Μήτσος (Δημήτρης) Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο τυφλός ραψωδός της Εθνικής Αντίστασης, μαζί με τον υμνητή της Κατοχής, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον μικρότερο της μεγάλης πειραιώτικης ρεμπέτικης παρέας.