Chamava-se Catarina
o Alentejo a viu nascer
Chamava-se Catarina
o Alentejo a viu nascer
serranas viram-na em vida
Baleizão a viu morrer
serranas viram-na em vida
Baleizão a viu morrer.
Baleizão a viu morrer.
Baleizão a viu morrer.
Ceifeiras na manhã fria
flores na campa lhe vão pôr
Ceifeiras na manhã fria
flores na campa lhe vão pôr
Ficou vermelha a campina
do sangue que então brotou.
Ficou vermelha a campina
do sangue que então brotou.
Do sangue que então brotou.
do sangue que então brotou.
Acalma o furor campina
que o teu pranto não findou
Acalma o furor campina
que o teu pranto não findou
Quem viu morrer Catarina
não perdoa a quem matou
Quem viu morrer Catarina
não perdoa a quem matou
Não perdoa a quem matou
não perdoa a quem matou.
Aquela pomba tão branca
todos a querem p’ra si
Aquela pomba tão branca
todos a querem p’ra si
Ó Alentejo queimado
ninguém se lembra de ti.
Ó Alentejo queimado
ninguém se lembra de ti.
Ninguém se lembra de ti.
Ninguém se lembra de ti.
Aquela andorinha negra
bate as asas p’ra voar
Aquela andorinha negra
bate as asas p’ra voar
Ó Alentejo esquecido
inda um dia hás de cantar.
Ó Alentejo esquecido
inda um dia hás de cantar.
Inda um dia hás de cantar.
Inda um dia hás de cantar.
o Alentejo a viu nascer
Chamava-se Catarina
o Alentejo a viu nascer
serranas viram-na em vida
Baleizão a viu morrer
serranas viram-na em vida
Baleizão a viu morrer.
Baleizão a viu morrer.
Baleizão a viu morrer.
Ceifeiras na manhã fria
flores na campa lhe vão pôr
Ceifeiras na manhã fria
flores na campa lhe vão pôr
Ficou vermelha a campina
do sangue que então brotou.
Ficou vermelha a campina
do sangue que então brotou.
Do sangue que então brotou.
do sangue que então brotou.
Acalma o furor campina
que o teu pranto não findou
Acalma o furor campina
que o teu pranto não findou
Quem viu morrer Catarina
não perdoa a quem matou
Quem viu morrer Catarina
não perdoa a quem matou
Não perdoa a quem matou
não perdoa a quem matou.
Aquela pomba tão branca
todos a querem p’ra si
Aquela pomba tão branca
todos a querem p’ra si
Ó Alentejo queimado
ninguém se lembra de ti.
Ó Alentejo queimado
ninguém se lembra de ti.
Ninguém se lembra de ti.
Ninguém se lembra de ti.
Aquela andorinha negra
bate as asas p’ra voar
Aquela andorinha negra
bate as asas p’ra voar
Ó Alentejo esquecido
inda um dia hás de cantar.
Ó Alentejo esquecido
inda um dia hás de cantar.
Inda um dia hás de cantar.
Inda um dia hás de cantar.
inviata da José Colaço Barreiros - 15/6/2006 - 16:00
Lingua: Italiano
Versione italiana di Leoncarlo Settimelli e Laura Falavolti
In "Canti rivoluzionari portoghesi", Roma, Newton Compton, 1977
In "Canti rivoluzionari portoghesi", Roma, Newton Compton, 1977
CANZONE ALENTEJANA
Si chiamava Catarina
l’Alentejo la vide nascere
le colline l’hanno vista viva
Baleizão l’ha vista morire.
Le contadine nel freddo mattino
mettono fiori sulla sua tomba
Si fece rossa la pianura
del sangue che allora sgorgò.
Lenisci il tuo dolore, pianura
il tuo piangere sangue non è finito
Chi vide morire Catarina
non perdona chi l’uccise.
Quella colomba così bianca
tutti la vogliono per sé
O Alentejo bruciato
nessuno si ricorda di te.
Quella rondine nera
batte le ali per volare
O Alentejo dimenticato
verrà il di’ che canterai.
Si chiamava Catarina
l’Alentejo la vide nascere
le colline l’hanno vista viva
Baleizão l’ha vista morire.
Le contadine nel freddo mattino
mettono fiori sulla sua tomba
Si fece rossa la pianura
del sangue che allora sgorgò.
Lenisci il tuo dolore, pianura
il tuo piangere sangue non è finito
Chi vide morire Catarina
non perdona chi l’uccise.
Quella colomba così bianca
tutti la vogliono per sé
O Alentejo bruciato
nessuno si ricorda di te.
Quella rondine nera
batte le ali per volare
O Alentejo dimenticato
verrà il di’ che canterai.
inviata da José Colaço Barreiros - 15/6/2006 - 17:07
Lingua: Greco moderno
La versione greca di Riccardo Venturi
Μετέφρασε στα Ελληνικά ο Ρικάρντος Βεντούρης
Μετέφρασε στα Ελληνικά ο Ρικάρντος Βεντούρης
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΙΝΑΣ, ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΗΣ ΧΩΡΙΑΤΙΣΣΑΣ
Η Καταρίνα Εφιτζένια Σαμπίνο Εουφέμια, γεννημένη στις 13 Φεβρουάριου 1928 και σκωτομένη στις 19 Μάιου 1954, ήταν μια αναλφάβητη χωριάτισσα από την Πορτογαλική περιοχή του Αλεντέτζο η οποία, εξαιτίας μίας σειράς απεργιών των αγροτικών χειρονάκτων, δολοφονήθηκε στην ηλικία 26 ετών από τον υπολοχαγό Καρρατζόλα της GNR (Guardia Nacional Republicana) στο Μόντε-ντε-Ολιβάλ, στον δήμο του Μπαλεϊζάουν στα πέριξ της Μπέδζας. Η Καταρίνα ήταν παντρευμένη κι είχε τρία παιδιά (ο ένας τους, μόνο 8 μηνών, ήταν στην αγκαλιά της μάνας όταν τη σκοτώνανε).
Η τραγική ιστορία της Καταρίνας Εουφέμια κατέληξε να ενσαρκώσει την αντίσταση στο δικτατορικό καθεστώς του Σαλαζάρ και, και τη γυναίκα την έλαβε το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας ως αληθινό εικόνισμα της αντίστασης στο Αλεντέτζο. Στη Καταρίνα της αφιερώσανε ποιήματα η Σοφία ντε Μέλο Μπρέινερ, ο Κάρλος Αλμποίμ Ινγκλέζ, ο Εντουάρντο Βαλέντε ντε Φονσέκα, ο Φραντσίσκο Μιγκουέλ Ντουάρτε, ο Τζοζέ 'Αρυ ντος Σάντος, η Μαρία Λουίζα Βιλάουν Πάλμα κι ο Αντώνιο Βισέντε Καμπίνας. Στο ποίημα του Βισέντε Καμπίνας, “Cantar Alentejano” του έγραψε τη μουσική ο Δζοζέ Αφόνσο στο άλμπουμ “Cántigas de Maio”, που κυκλοφόρησε στο Δεκέμβριο του 1971.
Σ'εκείνα τα δύσκολα χρόνια, το Αλεντέχιο ήταν περιοχή μεγάλης γαιοκτησίας κι εποχικών εργασιών, όπου οι καταστάσεις ζωής των χωριάτων, που δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους γη, ήταν τρομερές. Αυτή η κοινωνικό-οικονομική και εργασιακή κατάσταση, λυπηρή και δύσκολη, κινητοποίησε τις χωριατικές μάζες της περιοχής κατά τη δεκαετία του 40 και οξύνθηκε στις δυο επόμενες δεκαετίες δημιουργώντας ένα μόνιμο κλίμα κοινωνικού ανταγωνισμού. Δε μετρήθηκαν ταραχές και απεργασίες, που τελείωσανε πάντα με την επέμβαση της αστυνομίας και που τις κρατούσε υπ'έλεγχο η PIDE, η πολιτική αστυνομία του κατεσθώτος που αναζητούσε κομμουνιστές ταραχοποιούς και “ασπάλακες”. Η PIDE διαλύθηκε με την Επανάσταση των Γαρυφάλων του 1974.
Στις 19 Μάιου 1954, ακριβώς στην εποχή του θερισμού, η Καταρίνα Εουφέμια κι άλλες 13 χειρονάκτες πήγανε στον επικεφαλή της γαιοκτησίας όπου εργαζόνταν να ζητήσουν αύξηση 2 εσκούντων την ημέρα. Οι άλλοι χειρονάκτες, σε γενικές γραμμές, δεν ενθάρρυναν την ομάδα, αλλ'ούτε δεν την εμπόδισαν. 14 γυναίκες ήταν αρκετές ν'ανησυχήσουν τον επικεφαλή, που πήγε στη Μπέδζα να καλέσει το αφεντικό και, φυσικά, την αστυνομία.
Τη Καταρίνα Εουφέμια την είχαν διαλέξει οι συντρόφισσές της ως αντιπρόσωπο για τις απαιτήσεις. Σε μια ερώτηση του υπολοχαγού της αστυνομίας, η Καταρίνα απάντησε πως ο,τι ήθελαν ήταν μόνο “ψωμί και δουλειά”. Ο υπολοχαγός απάντησε ρίχνοντάς τη καταγής μ'ένα χαστούκι. Η Καταρίνα ξανασηκώθηκε κι είπε: “Και τώρα να με σκοτώσεις!”, κι ο υπολοχαγός ο Καρρατζόλα τράβηξε πιστόλι και της έρριξε μια πιστολιά. Η Καταρίνα δε πέθανε αμέσως, αλλά λίγα λεπτά αργότερα στην αγκαλιά του αφεντικού, που είχε φτάσει εντωμεταξύ και σήκωσε τη γυναίκα από την αιματολακκούβα και του φώνασε στον υπολοχαγό: “Τι έκανες; 'Εχεις σκοτώσει μια γυναίκα κιόλας!”. Το αφεντικό, ο Φραντσίσκο Νούνες, τον θεωρούσαν όλοι μη βίαιο πρόσωπο και σχετικά γενναιόδωρο και καλό με τους χωριάτες, τουλάχιστον κατά του μοντέλου της εποχής. Τραυματίστηκε και το μικρό παιδί που η Καταρίνα το κρατόυσε στην αγκαλιά της.
Μετά την αυτοψία, αφού φοβόνταν την αντίδραση του λαού, οι αρχές αποφάσισαν να γίνει η κηδεία στα κρυφά, με προκαταβολή μίας ώρας. 'Οταν η κηδεία πήγαινε να αρχίσει, ο κόσμος συνέρρευσε με κραυγές διαμαρτυρίας κι η αστυνομία έπνιξε στο αίμα την αυθόρμητη εκδέλωση, χτυπώντας όχι μόνο τους οικείους της δολοφονημένης γυναίκας, αλλά και άλλους χωριάτες από το Μπαλεϊζάουν κι απλό κόσμο από τη Μπέδζα που ερχόταν να συμμετέχει στην κηδεία. Το φέρετρο μεταφέρθηκε βιαστικά έξω από την εκκλησία, υπό φρουράς της αστυνομίας, κι όχι στο νεκροταφείο του Μπαλεϊζάουν, αλλά στο Κίντος (το χωριό απ'όπου ερχόταν ο σύζυγος της Καταρίνα, ο Αντώνιο Τζοακίμ ντο Κάρμο, λεγόμενος ο Καρμόνα), περίπου 10 χιλιόμετρα από εκεί. Είκοσι χρόνια αργότερα, στο 1974, μετά την Επανάσταση, τα υπολείμματα της Καταρίνα Εουφέμια ξαναφέρθηκαν επιτέλους στο Μπαλεϊζάουν.
Εξαιτίας των ταραχών που έγιναν κατά τη κηδεία, εννιά χωριάτες κατηγορήθηκαν επί προσβολή αρχών, και ως επί το πλείστον καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια φυλακής με αναβολή. Ο υπολοχαγός Καρρατζόλα, ο φονιάς της Καταρίνα Εουφέμια, μετατέθηκε στο Αλδζουστρέλ αλλά ποτέ δεν πήγε σε δίκη. Πέθανε στο 1964.
Η Καταρίνα Εφιτζένια Σαμπίνο Εουφέμια, γεννημένη στις 13 Φεβρουάριου 1928 και σκωτομένη στις 19 Μάιου 1954, ήταν μια αναλφάβητη χωριάτισσα από την Πορτογαλική περιοχή του Αλεντέτζο η οποία, εξαιτίας μίας σειράς απεργιών των αγροτικών χειρονάκτων, δολοφονήθηκε στην ηλικία 26 ετών από τον υπολοχαγό Καρρατζόλα της GNR (Guardia Nacional Republicana) στο Μόντε-ντε-Ολιβάλ, στον δήμο του Μπαλεϊζάουν στα πέριξ της Μπέδζας. Η Καταρίνα ήταν παντρευμένη κι είχε τρία παιδιά (ο ένας τους, μόνο 8 μηνών, ήταν στην αγκαλιά της μάνας όταν τη σκοτώνανε).
Η τραγική ιστορία της Καταρίνας Εουφέμια κατέληξε να ενσαρκώσει την αντίσταση στο δικτατορικό καθεστώς του Σαλαζάρ και, και τη γυναίκα την έλαβε το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας ως αληθινό εικόνισμα της αντίστασης στο Αλεντέτζο. Στη Καταρίνα της αφιερώσανε ποιήματα η Σοφία ντε Μέλο Μπρέινερ, ο Κάρλος Αλμποίμ Ινγκλέζ, ο Εντουάρντο Βαλέντε ντε Φονσέκα, ο Φραντσίσκο Μιγκουέλ Ντουάρτε, ο Τζοζέ 'Αρυ ντος Σάντος, η Μαρία Λουίζα Βιλάουν Πάλμα κι ο Αντώνιο Βισέντε Καμπίνας. Στο ποίημα του Βισέντε Καμπίνας, “Cantar Alentejano” του έγραψε τη μουσική ο Δζοζέ Αφόνσο στο άλμπουμ “Cántigas de Maio”, που κυκλοφόρησε στο Δεκέμβριο του 1971.
Σ'εκείνα τα δύσκολα χρόνια, το Αλεντέχιο ήταν περιοχή μεγάλης γαιοκτησίας κι εποχικών εργασιών, όπου οι καταστάσεις ζωής των χωριάτων, που δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους γη, ήταν τρομερές. Αυτή η κοινωνικό-οικονομική και εργασιακή κατάσταση, λυπηρή και δύσκολη, κινητοποίησε τις χωριατικές μάζες της περιοχής κατά τη δεκαετία του 40 και οξύνθηκε στις δυο επόμενες δεκαετίες δημιουργώντας ένα μόνιμο κλίμα κοινωνικού ανταγωνισμού. Δε μετρήθηκαν ταραχές και απεργασίες, που τελείωσανε πάντα με την επέμβαση της αστυνομίας και που τις κρατούσε υπ'έλεγχο η PIDE, η πολιτική αστυνομία του κατεσθώτος που αναζητούσε κομμουνιστές ταραχοποιούς και “ασπάλακες”. Η PIDE διαλύθηκε με την Επανάσταση των Γαρυφάλων του 1974.
Στις 19 Μάιου 1954, ακριβώς στην εποχή του θερισμού, η Καταρίνα Εουφέμια κι άλλες 13 χειρονάκτες πήγανε στον επικεφαλή της γαιοκτησίας όπου εργαζόνταν να ζητήσουν αύξηση 2 εσκούντων την ημέρα. Οι άλλοι χειρονάκτες, σε γενικές γραμμές, δεν ενθάρρυναν την ομάδα, αλλ'ούτε δεν την εμπόδισαν. 14 γυναίκες ήταν αρκετές ν'ανησυχήσουν τον επικεφαλή, που πήγε στη Μπέδζα να καλέσει το αφεντικό και, φυσικά, την αστυνομία.
Τη Καταρίνα Εουφέμια την είχαν διαλέξει οι συντρόφισσές της ως αντιπρόσωπο για τις απαιτήσεις. Σε μια ερώτηση του υπολοχαγού της αστυνομίας, η Καταρίνα απάντησε πως ο,τι ήθελαν ήταν μόνο “ψωμί και δουλειά”. Ο υπολοχαγός απάντησε ρίχνοντάς τη καταγής μ'ένα χαστούκι. Η Καταρίνα ξανασηκώθηκε κι είπε: “Και τώρα να με σκοτώσεις!”, κι ο υπολοχαγός ο Καρρατζόλα τράβηξε πιστόλι και της έρριξε μια πιστολιά. Η Καταρίνα δε πέθανε αμέσως, αλλά λίγα λεπτά αργότερα στην αγκαλιά του αφεντικού, που είχε φτάσει εντωμεταξύ και σήκωσε τη γυναίκα από την αιματολακκούβα και του φώνασε στον υπολοχαγό: “Τι έκανες; 'Εχεις σκοτώσει μια γυναίκα κιόλας!”. Το αφεντικό, ο Φραντσίσκο Νούνες, τον θεωρούσαν όλοι μη βίαιο πρόσωπο και σχετικά γενναιόδωρο και καλό με τους χωριάτες, τουλάχιστον κατά του μοντέλου της εποχής. Τραυματίστηκε και το μικρό παιδί που η Καταρίνα το κρατόυσε στην αγκαλιά της.
Μετά την αυτοψία, αφού φοβόνταν την αντίδραση του λαού, οι αρχές αποφάσισαν να γίνει η κηδεία στα κρυφά, με προκαταβολή μίας ώρας. 'Οταν η κηδεία πήγαινε να αρχίσει, ο κόσμος συνέρρευσε με κραυγές διαμαρτυρίας κι η αστυνομία έπνιξε στο αίμα την αυθόρμητη εκδέλωση, χτυπώντας όχι μόνο τους οικείους της δολοφονημένης γυναίκας, αλλά και άλλους χωριάτες από το Μπαλεϊζάουν κι απλό κόσμο από τη Μπέδζα που ερχόταν να συμμετέχει στην κηδεία. Το φέρετρο μεταφέρθηκε βιαστικά έξω από την εκκλησία, υπό φρουράς της αστυνομίας, κι όχι στο νεκροταφείο του Μπαλεϊζάουν, αλλά στο Κίντος (το χωριό απ'όπου ερχόταν ο σύζυγος της Καταρίνα, ο Αντώνιο Τζοακίμ ντο Κάρμο, λεγόμενος ο Καρμόνα), περίπου 10 χιλιόμετρα από εκεί. Είκοσι χρόνια αργότερα, στο 1974, μετά την Επανάσταση, τα υπολείμματα της Καταρίνα Εουφέμια ξαναφέρθηκαν επιτέλους στο Μπαλεϊζάουν.
Εξαιτίας των ταραχών που έγιναν κατά τη κηδεία, εννιά χωριάτες κατηγορήθηκαν επί προσβολή αρχών, και ως επί το πλείστον καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια φυλακής με αναβολή. Ο υπολοχαγός Καρρατζόλα, ο φονιάς της Καταρίνα Εουφέμια, μετατέθηκε στο Αλδζουστρέλ αλλά ποτέ δεν πήγε σε δίκη. Πέθανε στο 1964.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΛΕΝΤΕΤΖΑΝΟ
Τη λέγανε Καταρίνα,
το Αλεντέχιο την είδε να γεννηθεί
οι λόφοι την είδαν να ζει
Μπαλεϊζάουν την είδε να πεθάνει.
Οι χωριάτισσες στο κρύο πρωί
βάζουν λουλούδια στον τάφο της
έγινε κόκκινη η πεδιάδα
με το αίμα που έρρευσε τότε.
Καλμάρισε τον πόνο σου, πεδιάδα,
δε τελείωσε τ'αιματόκλαμά σου.
Οποίος είδε την Καταρίνα να πεθάνει
δε συγχωρεί αυτόν που τη σκώτοσε.
Εκείνο τ'ολοάσπρο περιστέρι
όλοι το θένε για τους εαυτούς τους.
Ω Αλεντέχιο, καημένε,
κανείς δε θυμάται εσένα.
Εκείνο το μαύρο χελιδόνι
χτυπά τις φτερούγες να πετάει.
Ω Αλεντέχιο ξεχασμένε
η μέρα θα ρθει που θα τραγουδάεις.
Τη λέγανε Καταρίνα,
το Αλεντέχιο την είδε να γεννηθεί
οι λόφοι την είδαν να ζει
Μπαλεϊζάουν την είδε να πεθάνει.
Οι χωριάτισσες στο κρύο πρωί
βάζουν λουλούδια στον τάφο της
έγινε κόκκινη η πεδιάδα
με το αίμα που έρρευσε τότε.
Καλμάρισε τον πόνο σου, πεδιάδα,
δε τελείωσε τ'αιματόκλαμά σου.
Οποίος είδε την Καταρίνα να πεθάνει
δε συγχωρεί αυτόν που τη σκώτοσε.
Εκείνο τ'ολοάσπρο περιστέρι
όλοι το θένε για τους εαυτούς τους.
Ω Αλεντέχιο, καημένε,
κανείς δε θυμάται εσένα.
Εκείνο το μαύρο χελιδόνι
χτυπά τις φτερούγες να πετάει.
Ω Αλεντέχιο ξεχασμένε
η μέρα θα ρθει που θα τραγουδάεις.
×
[1971]
Da / de "Cantigas de Maio"
Poema de Vicente Campinas
Poesia di Vicente Campinas
Música de José "Zeca" Afonso
Musica di José "Zeca" Afonso
LA STORIA DI CATARINA, BRACCIANTE ASSASSINATA.
Catarina Efigénia Sabino Eufémia, nata il 13 febbraio 1928 e uccisa il 19 maggio 1954, fu una bracciante analfabeta della regione portoghese dell’Alentejo che, in seguito ad una serie di scioperi nel bracciantato rurale, fu assassinata, all’età di 26 anni, dal tenente Carrajola della GNR (Guardia Nacional Republicana) sul Monte do Olival, nel comune di Baleizão, presso Beja. Catarina era sposata, aveva tre figli (uno dei quali, di solo otto mesi, era in collo alla mamma nel momento in cui fu abbattuta).
La tragica storia di Catarina Eufémia finì per incarnare la resistenza al regime di Salazar e fu adottata dal Partito Comunista Portoghese come vera e propria icona della resistenza alentejana. A Catarina furono dedicate poesie di Sophia de Mello Breyner, Carlos Aboim Inglez, Eduardo Valente da Fonseca, Francisco Miguel Duarte, José Carlos Ary dos Santos, Maria Luísa Vilão Palma e António Vicente Campinas. La poesia di Vicente Campinas « Cantar Alentejano » fu musicata da José « Zeca » Afonso nell’album « Cántigas de Maio », uscito nel dicembre 1971.
L’Alentejo, in quei tempi difficili, era una regione di latifondi e di impiego stagionale, dove le condizioni di vita dei contadini che non possedevano la terra e dei braccianti erano terribili. Questa penosa e durissima situazione socio-economica e lavorativa agitò le masse contadine della regione a partire dalla metà degli anni ’40 e si acuì nei due decenni successivi, provocando un permanente clima di rivolta sociale. I tumulti furono numerosissimi, e più frequenti ancora gli scioperi rurali, che terminavano sempre con l’intervento della Guardia Nazionale e che erano tenuti sotto costante controllo dalla PIDE, la Polizia Politica poi dissolta con la Rivoluzione dei Garofani del 1974, alla ricerca di infiltrati e agitatori comunisti.
Il 19 maggio 1954, in piena raccolta del grano, Catarina Eufémia e altre tredici braccianti andarono a reclamare al fattore del latifondo dove lavoravano un aumento di 2 escudos al giorno. Gli altri braccianti furono, in linea di massima, contrari alla costituzione di tale gruppo di reclamanti, ma comunque non lo ostacolarono. Le quattordici donne bastarono a mettere in allarme il fattore, che andò a Beja a chiamare il proprietario e, naturalmente, la Guardia Nazionale.
Catarina Eufémia fu scelta dalle sue compagne per presentare le rivendicazioni. A una domanda del tenente della Guardia Nazionale, Catarina rispose che quel che volevano era soltanto «lavoro e pane». Il tenente le risposte gettandola a terra con uno schiaffo. Rialzandosi, Catarina disse : «E ora mi ammazzi!»; al che, il tenente Carrajola tirò fuori la pistola di ordinanza e le sparò. Catarina non morì all’istante, ma pochi minuti dopo tra le braccia del padrone (arrivato nel frattempo), che la sollevò dalla pozza di sangue dove giaceva e urlò al tenente : « Ma cosa fa ? Ha già ammazzato una donna ! ». Il padrone, Francisco Nunes, era generalmente descritto come una persona non violenta e relativamente generosa coi propri contadini, almeno secondo gli standard dell’epoca. Il bambino che Catarina Eufémia teneva in braccio rimase pure ferito.
Dopo l’autopsia, temendo la reazione della popolazione, le autorità decisero di far svolgere il funerale di nascosto, anticipandolo di un’ora rispetto all’orario annunciato. Quando il funerale stava per iniziare, la gente accorse con grida di protesta e la polizia represse duramente la manifestazione spontanea, picchiando non solo i familiari della donna assassinata, ma anche altri contadini di Baleizão e altre semplici persone di Beja che erano venute a partecipare al funerale. La bara finì per essere portata via in fretta, sotto scorta della polizia, e non al cimitero di Baleizão, ma a Quintos (il paese del marito di Catarina, António Joaquim do Carmo, detto « Carmona »), a circa 10 chilometri di distanza. Venti anni dopo, nel 1974, dopo la Rivoluzione, i resti mortali di Catarina Eufémia furono finalmente riportati a Baleizão.
In seguito ai tumulti avvenuti durante il funerale, nove contadini furono accusati di offesa all’autorità, e la maggioranza di essi furono condannati a due anni di carcere con la condizionale. Il tenente Carrajola, l’assassino di Catarina Eufémia, fu trasferito a Aljustrel ma non subì mai alcun processo. Morì nel 1964.