Οἱ ὑπάλληλοι ὅλοι λιώνουν καί τελειώνουν
σάν στῆλες δύο-δύο μές στά γραφεῖα.
(Ἠλεκτρολόγοι θά ‘ναι ἡ Πολιτεία
κι ὁ θάνατος, πού τούς ἀνανεώνουν.)
Κάθονται στίς καρέκλες, μουτζουρώνουν
ἀθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αἰτία.
«Σύν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ
ἒχομεν τήν τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Καί μοναχά ἡ τιμή τούς ἀπομένει,
ὅταν ἀνηφορίζουνε τούς δρόμους,
τό βράδυ στίς ὀχτώ, σάν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέφτονται τούς νόμους,
σκέπτονται τό συνάλλαγμα, τούς ώμους
σηκώνοντας οἱ ὑπάλληλοι, οἱ καημένοι.
σάν στῆλες δύο-δύο μές στά γραφεῖα.
(Ἠλεκτρολόγοι θά ‘ναι ἡ Πολιτεία
κι ὁ θάνατος, πού τούς ἀνανεώνουν.)
Κάθονται στίς καρέκλες, μουτζουρώνουν
ἀθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αἰτία.
«Σύν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ
ἒχομεν τήν τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Καί μοναχά ἡ τιμή τούς ἀπομένει,
ὅταν ἀνηφορίζουνε τούς δρόμους,
τό βράδυ στίς ὀχτώ, σάν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέφτονται τούς νόμους,
σκέπτονται τό συνάλλαγμα, τούς ώμους
σηκώνοντας οἱ ὑπάλληλοι, οἱ καημένοι.
×
